- Λεβέντη μου, σύρε ν’ ἀράξουμε καί θά σ’ ἀγοράσω μιά θαλαμηγό νά παίζεις, τοῦ ’λεγε καί ξεκαρδιζόταν μέ τό «ἀστεῖο» του!
Ὅταν ὁ Θεός ἔστειλε τόν Ἥλιo Του νά φωτίσει τό Αἰγαῖο Του, τά πράγματα ἄλλαξαν. Ἄν ἐξαιρέσεις τά πρησμένα ἀπό τήν ἀγρύπνια μάτια τῶν δυό καπεταναίων, ὅλα ἔδειχναν χαρούμενα καί δροσερά.
Ἦρθε κι ἡ Κερά-Πελαγιώ κι ἄχνισε τό χαμόγελό της κι οἱ κοῦπες τοῦ καφέ πού βαστοῦσε, ποιός νοιαζόταν πιά γιά τό μελτέμι;
- Τοῦ ’δωσες τί δίπλωμα; ρώτησε τόν ἄνδρα της γνέφοντας πρός τόν νεαρό.
- Ἄν μου πεῖ σέ μιά ὥρα τί καιρό θά ’ χουμε, μπορεῖ καί νά τό πάρει, βεβαίωσε αὐτός.
- Μπονάτσα, λάδι πηγμένο γιαούρτι, ἔσπευσε ὁ ὑποψήφιος νά ἀπαντήσει.
Καί πράγματι! Ὁ ἀέρας κόπασε, ἡ θάλασσα ἄρχισε νά στραφταλίζει καμαρώνοντας τό μοναδικό βαθυγάλανο χρῶμα της, μιά παρέα ἀπό δελφίνια πιᾶσαν ψιλή κουβέντα μέ τόν «Παντελῆ» καί ὁ νεαρός προήχθη μέ τό φύλλο ἑνός μπακαλοτέφτερου σέ πλοίαρχο πρώτης τάξεως, πλοηγό δεινότατο καί συγκυβερνήτη τοῦ γενναίου ἀτμοπλοίου.
Μόλις δέσαμε στή Μύκονο, καρδιά νά ξεμπαρκάρομε δέν εἴχαμε.
Μόνο ἡ παρατήρηση ὅτι ὁ Φουλάρης, εἶχε βολευτεῖ μιά χαρά καί διατηροῦσε καί περπατώντας τό λίκνισμα πού τόν εἶχε προικίσει τό μελτέμι, ἀπέσπασε τό βλέμμα μας ἀπό τόν Παντελῆ, τήν Πελαγιώ καί τόν «Παντελῆ» κι ἀποφασίσαμε νά ἀποχαιρετίσουμε.
- Καπετάνιο, φώναξε στόν νεαρό ὁ θαλασσοδαρμένος... Νά σᾶς περιμένω καί στήν ἐπιστροφή;
- Φυσικά!, ἀπάντησε ἐκεῖνος μέσα ἀπό τήν ἀγκαλιά τῆς Πελαγιῶς. Τέτοιο ἀτιμόπλοιο πού κοροϊδεύει τίς φουρτοῦνες, δέν τό ἀποχωριζόμαστε πιά!
Κάναμε πολλά ταξίδια καί «πρός τά πάνω» καί «πρός τά κάτω» μέ τόν «Παντελῆ».
Κι ἦταν ἡ μέρα πού ἔπαιρνα τ’ ἀπολυτήριό μου ἀπό τό στρατό, ὅταν διάβασα στά ψιλά μιᾶς ἐφημερίδας:
«Τό ἀτμόπλοιο «Παντελής» προσάραξε χθές στό Τηγάνι τῆς Λήμνου, μετά ἀπό θανατηφόρο ἔμφραγμα πού ὑπέστη ὁ κυβερνήτης τοῦ Παντελής Λεωτσάκος. Τό λοιπό πλήρωμα καί οἱ ἐπιβάτες μεταφέρθηκαν ἀσφαλεῖς στόν Πειραιά...».
1 σχόλιο:
Καλησπερα φιλε Κωστα...
Ζωντανη και παλι η αφηγηση...ψιλοζαλιστηκα...και νιωθω και λιγο το αλατι απο το ψεκασμα της κερα θαλασσας...
Δημοσίευση σχολίου